- διαδίκασμα
- διαδῐκ-ασμα, ατος, τό,A object of litigation in a διαδικασία, Lys.17.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαδίκασμα — διαδίκασμα, το (Α) το αντικείμενο τής διαδικασίας … Dictionary of Greek
διαδίκασμα — object of litigation in a neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)